καθευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(7)
 
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathevrisko
|Transliteration C=kathevrisko
|Beta Code=kaqeuri/skw
|Beta Code=kaqeuri/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">discover</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ocyp.</span>68</span>:—Pass., <b class="b3">καθευρέθη κοσμοῦσα</b> <b class="b2">she was found</b> in the act of adorning... <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>395</span> (prob. f.l. for [[καθῃρέθη]] <b class="b2">she was caught</b>).</span>
|Definition=[[discover]], Luc.''Ocyp.''68:—Pass., <b class="b3">καθευρέθη κοσμοῦσα</b> [[she was found]] in the act of adorning... [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''395 (prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[καθῃρέθη]] [[she was caught]]).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[εὑρίσκω]]), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.
}}
{{bailly
|btext=découvrir ; <i>Pass.</i> καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l'a trouvée préparant la sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὑρίσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-ευρίσκω ontdekken.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθευρίσκω:''' [[находить]], [[обнаруживать]] (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) ([[varia lectio|v.l.]] καθῃρέθη была схвачена, от [[καθαιρέω]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[καθευρίσκω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθευρίσκομαι</i><br />[[παρευρίσκομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]] («ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθευρίσκομαι</i><br />καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που [[διαπράττω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''καθευρίσκω''': [[εὑρίσκω]], ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα [[καθαιρέω]] ΙΙΙ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ευρήσω<br />to [[discover]], Luc.:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was [[found]] in the act of adorning, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευρίσκω Medium diacritics: καθευρίσκω Low diacritics: καθευρίσκω Capitals: ΚΑΘΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: katheurískō Transliteration B: katheuriskō Transliteration C: kathevrisko Beta Code: kaqeuri/skw

English (LSJ)

discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.

French (Bailly abrégé)

découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l'a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ευρίσκω ontdekken.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθευρίσκω: находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v.l. καθῃρέθη была схвачена, от καθαιρέω).

Greek Monolingual

καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.

Greek Monotonic

καθευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Λουκ. — Παθ., καθευρέθη κοσμοῦσα, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.

Middle Liddell

fut. -ευρήσω
to discover, Luc.:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning, Soph.