καλλιγράφος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=καλλιγρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=καλλιγράφος | |Medium diacritics=καλλιγράφος | ||
|Low diacritics=καλλιγράφος | |Low diacritics=καλλιγράφος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalligrafos | |Transliteration C=kalligrafos | ||
|Beta Code=kalligra/fos | |Beta Code=kalligra/fos | ||
|Definition=(parox.), < | |Definition=(parox.), [[penman]], [[copyist]], Edict.Diocl.in''IG''5(1).1406 (Asine), Hdn.post Moer. p.477 P., ''An. Ox.''2.397, Pall.''in Hp.''2.102 D. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] schön schreibend, malend, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καλλιγράφος''': ᾰ, ον, ὁ γράφων μὲ καλὸν γράψιμον· ὡς οὐσιαστ., καλὸς ἀντιγραφεὺς βιβλίων, «ἄνδρα τινὰ τῶν εἰς [[κάλλος]] γραφόντων, ὃν ἐν συνθέσει φωνῆς καλλιγράφον ὀνομάζει τὰ πλήθη» Θεοφύλ. Σιμοκ. 215C, Ἡρῳδιαν. σ. 477, ἔκδ. Piers., κλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (AM [[καλλιγράφος]], ὁ, ἡ<br />Α θηλ. και καλλιγράφισσα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] στην [[καλλιγραφία]] ή [[δάσκαλος]] της καλλιγραφίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[ωραίο]] γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]], [[επιδέξιος]] [[αντιγραφέας]] παπύρων και κωδίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιστοριο</i>-[[γράφος]], [[κακογράφος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
(parox.), penman, copyist, Edict.Diocl.inIG5(1).1406 (Asine), Hdn.post Moer. p.477 P., An. Ox.2.397, Pall.in Hp.2.102 D.
German (Pape)
[Seite 1309] schön schreibend, malend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιγράφος: ᾰ, ον, ὁ γράφων μὲ καλὸν γράψιμον· ὡς οὐσιαστ., καλὸς ἀντιγραφεὺς βιβλίων, «ἄνδρα τινὰ τῶν εἰς κάλλος γραφόντων, ὃν ἐν συνθέσει φωνῆς καλλιγράφον ὀνομάζει τὰ πλήθη» Θεοφύλ. Σιμοκ. 215C, Ἡρῳδιαν. σ. 477, ἔκδ. Piers., κλ.
Greek Monolingual
ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ
Α θηλ. και καλλιγράφισσα)
νεοελλ.
ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος της καλλιγραφίας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία
μσν.-αρχ.
ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και κωδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο-γράφος, κακογράφος.