ἁμάμαξυς: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amamaksys | |Transliteration C=amamaksys | ||
|Beta Code=a(ma/macus | |Beta Code=a(ma/macus | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰμᾰ], ἡ, gen. υος or (in Sapph.) υδος, [[vine trained on two poles]], Epich.24, Sapph.150, Matro ''Conv.''114. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0115.png Seite 115]] υος, u. υδος, ἡ, bei Hesych. auch ἁμάμυξ, die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe, Matro Ath. IV, 137 a; Epich. u. Sapph. im E. M. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος <i>ou</i> υδος (ἡ) :<br />[[vigne soutenue par deux échalas]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἅμαξα]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμάμαξυς]] (-υος και -υδος), η (Α)<br />[[κληματαριά]] που στηρίζεται σε δύο πασσάλους<br /><b>2.</b> [[χωλός]] που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. <i>άμάμαξυς</i> με [[δασεία]] [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το επίρρ. <i>ἅμα</i> «συγχρόνως, [[μαζί]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁμάμαξῠς:''' [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. <i>-υος</i> ή <i>-υδος</i>, [[κλήμα]] αμπελιού που αναπτύσσεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] στύλους, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμάμαξυς:''' υδος (ᾰμᾰμ) ἡ виноградная лоза, подпираемая двумя тычинами [[Sappho]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]]<br />a [[vine]] [[trained]] on two poles, Sapph., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰμᾰ], ἡ, gen. υος or (in Sapph.) υδος, vine trained on two poles, Epich.24, Sapph.150, Matro Conv.114.
German (Pape)
[Seite 115] υος, u. υδος, ἡ, bei Hesych. auch ἁμάμυξ, die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe, Matro Ath. IV, 137 a; Epich. u. Sapph. im E. M.
French (Bailly abrégé)
υος ou υδος (ἡ) :
vigne soutenue par deux échalas.
Étymologie: ἅμα, ἅμαξα.
Greek Monolingual
ἀμάμαξυς (-υος και -υδος), η (Α)
κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους
2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί»].
Greek Monotonic
ἁμάμαξῠς: [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ή -υδος, κλήμα αμπελιού που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο στύλους, σε Σαπφώ κ.λπ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἁμάμαξυς: υδος (ᾰμᾰμ) ἡ виноградная лоза, подпираемая двумя тычинами Sappho.