ἰοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iovlefaros
|Transliteration C=iovlefaros
|Beta Code=i)oble/faros
|Beta Code=i)oble/faros
|Definition=Dor. ἰογλέφ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">violet-eyed</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>307</span>; <b class="b3">Χάριτες, Μοῦσαι</b>, <span class="bibl">B.18.5</span>, <span class="bibl">8.3</span>, cf. <span class="bibl">Man.5.145</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>8</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἰογλέφαρος]], ον, [[violet-eyed]], Pi.''Fr.''307; [[Χάριτες]], [[Μοῦσαι]], B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.''Im.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux paupières noires]], [[aux yeux noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[βλέφαρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοβλέφᾰρος:''' дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый ([[Ἀφροδίτη]] Pind., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοβλέφᾰρος''': Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
|lstext='''ἰοβλέφᾰρος''': Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />aux paupières noires, aux yeux noirs.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[βλέφαρον]].
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[καλλιβλέφαρος]], [[χρυσοβλέφαρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰοβλέφᾰρος:''' -ον ([[ἴον]], [[βλέφαρον]]), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε [[χρώμα]] μενεξεδί ([[ἴον]]), σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰο-βλέφᾰρος, ον [ἴον, [[βλέφαρον]]<br />[[violet]]-eyed, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἰοβλέφαρος Low diacritics: ιοβλέφαρος Capitals: ΙΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ioblépharos Transliteration B: ioblepharos Transliteration C: iovlefaros Beta Code: i)oble/faros

English (LSJ)

Dor. ἰογλέφαρος, ον, violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.

German (Pape)

[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβλέφᾰρος: дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый (Ἀφροδίτη Pind., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».

Greek Monolingual

ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος, χρυσοβλέφαρος].

Greek Monotonic

ἰοβλέφᾰρος: -ον (ἴον, βλέφαρον), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε χρώμα μενεξεδί (ἴον), σε Λουκ.

Middle Liddell

ἰο-βλέφᾰρος, ον [ἴον, βλέφαρον
violet-eyed, Luc.