καλλίρρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[καλλίρροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[καλλίρροος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[καλλίρρους]], -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. [[καλλίρροος]], -οον)<br />αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο [[κατά]] [[στόμα]] καλλιρόοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Καλλιρρόη</i><br />α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη [[κούρη]]... Ὠκεανοῖο», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ [[πάλαι]] Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[κακόρρους]], [[πλουσιόρρους]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλίρ-ρους, ουν<br />[[beautiful]] [[flowing]], Hom., Aesch.:—metaph. of the [[flute]], Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but [[Καλλιρρόη]], also, a [[spring]] at [[Athens]], [[later]] Ἐννεάκρουνος (but now [[again]] Καλλιρρόἠ, Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. καλλίρροος.

Greek Monolingual

-ουν (Α καλλίρρους, -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, -οον)
αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη
α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη κούρη... Ὠκεανοῖο», Ησίοδ.)
β) περίφημη κρήνη στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κακόρρους, πλουσιόρρους].

Middle Liddell

καλλίρ-ρους, ουν
beautiful flowing, Hom., Aesch.:—metaph. of the flute, Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but Καλλιρρόη, also, a spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος (but now again Καλλιρρόἠ, Thuc.