κορυβαντικός: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κορυβαντικός
|Medium diacritics=κορυβαντικός
|Low diacritics=κορυβαντικός
|Capitals=ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=korybantikós
|Transliteration B=korybantikos
|Transliteration C=koryvantikos
|Beta Code=korubantiko/s
|Definition=ή, όν, Corybantic, [[σκιρτήματα]] Plu. 2.759b, cf. Porph. ''Abst.'' 2.21; οἱ τὰ Κ. [[τελούμενοι]] DH. ''Dem.'' 22.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|btext=ή, όν :<br />[[de Corybante]].<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κορυβαντικός]], -ή, -όν (Α) [[Κορύβας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ [[ἱερά]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορυβαντικῶς</i><br />[[κατά]] τον τρόπο τών Κορυβάντων.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠβαντικός:''' [[корибантский]] (σκιρτήματα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυβαντικός Medium diacritics: κορυβαντικός Low diacritics: κορυβαντικός Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: korybantikós Transliteration B: korybantikos Transliteration C: koryvantikos Beta Code: korubantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Corybantic, σκιρτήματα Plu. 2.759b, cf. Porph. Abst. 2.21; οἱ τὰ Κ. τελούμενοι DH. Dem. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).