κατάμεστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamestos
|Transliteration C=katamestos
|Beta Code=kata/mestos
|Beta Code=kata/mestos
|Definition=ον, strengthd. for <b class="b3">μεστός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[κατάπαστος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>500</span>.</span>
|Definition=κατάμεστον, strengthened for [[μεστός]], ''Glossaria'' on [[κατάπαστος]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''500.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von [[κατάπαστος]].
}}
{{ls
|lstext='''κατάμεστος''': -ον, ἐντελῶς [[μεστός]], ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 502 ἑρμηνεύει τὸ «[[κατάπαστος]]».
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάμεστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «το [[θέατρο]] ήταν κατάμεστο» β. «[[κοτύλη]] [[κατάμεστος]] οἴνης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μεστός]] «[[πλήρης]]»), [[πρβλ]]. [[ανάμεστος]], [[επίμεστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεστος Medium diacritics: κατάμεστος Low diacritics: κατάμεστος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: katámestos Transliteration B: katamestos Transliteration C: katamestos Beta Code: kata/mestos

English (LSJ)

κατάμεστον, strengthened for μεστός, Glossaria on κατάπαστος, Sch.Ar.Eq.500.

German (Pape)

[Seite 1363] ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von κατάπαστος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεστος: -ον, ἐντελῶς μεστός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 502 ἑρμηνεύει τὸ «κατάπαστος».

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάμεστος, -ον)
αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανάμεστος, επίμεστος].