καταξυράω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataksyrao
|Transliteration C=kataksyrao
|Beta Code=katacura/w
|Beta Code=katacura/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shave close</b>, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>20</span> M.: abs., <span class="bibl">Nic.Dam.4J.</span></span>
|Definition=[[shave close]], κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctes.''Fr.''20 M.: abs., Nic.Dam.4J.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.
}}
{{ls
|lstext='''καταξυράω''': ἐντελῶς [[ξυρίζω]], [[κείρω]] [[μέχρι]] τῆς ἐπιδερμίδος, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Κτησίας παρ’ Ἀθην. 529Α· κατεξυρημένος τε καὶ καθυπεστιβισμένος τὼ ὀφθαλμὼ Νικολ. Δαμ. 429 ἔκδ. Vales.· [[καλῶς]] ἐξυρισμένος καὶ μὲ [[στίμμι]] ἠλειμμένος.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξῠράω Medium diacritics: καταξυράω Low diacritics: καταξυράω Capitals: ΚΑΤΑΞΥΡΑΩ
Transliteration A: kataxyráō Transliteration B: kataxyraō Transliteration C: kataksyrao Beta Code: katacura/w

English (LSJ)

shave close, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctes.Fr.20 M.: abs., Nic.Dam.4J.

German (Pape)

[Seite 1367] abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.

Greek (Liddell-Scott)

καταξυράω: ἐντελῶς ξυρίζω, κείρω μέχρι τῆς ἐπιδερμίδος, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Κτησίας παρ’ Ἀθην. 529Α· κατεξυρημένος τε καὶ καθυπεστιβισμένος τὼ ὀφθαλμὼ Νικολ. Δαμ. 429 ἔκδ. Vales.· καλῶς ἐξυρισμένος καὶ μὲ στίμμι ἠλειμμένος.