ποριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poristikos
|Transliteration C=poristikos
|Beta Code=poristiko/s
|Beta Code=poristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to supply</b> or <b class="b2">procure</b>, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.1.6</span>; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1366a37</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>517d</span>; <b class="b3">π. βίβλος</b> treatise <b class="b2">on supply</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.14.2</span>; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων <span class="title">Stoic.</span>3.67; π.καὶ φυλακτικός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.67J.</span></span>
|Definition=ποριστική, ποριστικόν, [[able to supply]] or [[procure]], τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.''Rh.''1366a37, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 517d; <b class="b3">π. βίβλος</b> treatise [[on supply]], Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων ''Stoic.''3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.''Oec.''p.67J.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποριστικός -ή -όν [πορίζω] [[in staat om te verschaffen]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποριστικός:''' [[могущий доставить]], [[умеющий обеспечить]] (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποριστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παράσχει [[κάτι]] («[[ἀρετή]] ἐστι [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποριστικός:''' -ή, -όν ([[πορίζω]]), [[ικανός]] να προσφέρει, σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι [[δύναμις]] π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.
|lstext='''ποριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι [[δύναμις]] π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
|mdlsjtxt=[[ποριστικός]], ή, όν [[πορίζω]]<br />[[able]] to [[furnish]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστικός Medium diacritics: ποριστικός Low diacritics: ποριστικός Capitals: ΠΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poristikós Transliteration B: poristikos Transliteration C: poristikos Beta Code: poristiko/s

English (LSJ)

ποριστική, ποριστικόν, able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg. 517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.

German (Pape)

[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.

Russian (Dvoretsky)

ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτιἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.

Greek Monotonic

ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.

Middle Liddell

ποριστικός, ή, όν πορίζω
able to furnish, Xen.