σχημάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schimation
|Transliteration C=schimation
|Beta Code=sxhma/tion
|Beta Code=sxhma/tion
|Definition=τό, Dim. of [[σχῆμα]]: in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the figures of a dance</b>, Λακωνικὰ σχημάτια <span class="bibl">Hdt.6.129</span>; <b class="b2">figures</b> of speech, Longin.17.1.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[σχῆμα]]: in plural, [[the figures of a dance]], Λακωνικὰ σχημάτια [[Herodotus|Hdt.]]6.129; [[figures]] of speech, Longin.17.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] τό, dim. von [[σχῆμα]], im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] τό, dim. von [[σχῆμα]], im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[figure de danse]].<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχημάτιον -ου, τό [σχῆμα] danspas:. Λακωνικὰ σχημάτια Laconische danspasjes Hdt. 6.129.3.
}}
{{elru
|elrutext='''σχημάτιον:''' (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.).
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχημάτια</i><br />α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες<br />β) σχήματα λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχημάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σχῆμα]]· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχημάτιον''': [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ [[σχῆμα]]· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.
|lstext='''σχημάτιον''': [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ [[σχῆμα]]· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ου (τό) :<br />figure de danse.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]].
|mdlsjtxt=σχημᾰ́τιον, ου, τό, [Dim. of [[σχῆμα]]; in plural]<br />the figures of a [[dance]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτιον Medium diacritics: σχημάτιον Low diacritics: σχημάτιον Capitals: ΣΧΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: schēmátion Transliteration B: schēmation Transliteration C: schimation Beta Code: sxhma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σχῆμα: in plural, the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.

German (Pape)

[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχημάτιον -ου, τό [σχῆμα] danspas:. Λακωνικὰ σχημάτια Laconische danspasjes Hdt. 6.129.3.

Russian (Dvoretsky)

σχημάτιον: (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.).

Greek Monolingual

τὸ, Α σχῆμα, -ήματος]
1. υποκορ. μικρό σχήμα
2. στον πληθ. τὰ σχημάτια
α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες
β) σχήματα λόγου.

Greek Monotonic

σχημάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σχῆμα· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.

Middle Liddell

σχημᾰ́τιον, ου, τό, [Dim. of σχῆμα; in plural]
the figures of a dance, Hdt.