τετράχους: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(Bailly1_5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=τετράχους
|Medium diacritics=τετράχους
|Low diacritics=τετράχους
|Capitals=ΤΕΤΡΑΧΟΥΣ
|Transliteration A=tetráchous
|Transliteration B=tetrachous
|Transliteration C=tetrachous
|Beta Code=tetra/xous
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[τετράχοος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui contient quatre conges ; ὁ [[τετράχους]] mesure de quatre conges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χοῦς]].
|btext=ους, ουν :<br />qui contient quatre conges ; ὁ [[τετράχους]] mesure de quatre conges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χοῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, ΜΑ<br />αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] [[χόες]]<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[τετράχους]] ή <i>τὸ τετράχουν</i><br />[[ποσότητα]] τεσσάρων χοών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χοῦς]] /-<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] «[[μέτρο]] υγρών»), [[πρβλ]]. [[πεντάχους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[τετράχοος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράχους:''' стяж. = [[τετράχοος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-χους, ουν,<br />holding [[four]] [[χόες]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχους Medium diacritics: τετράχους Low diacritics: τετράχους Capitals: ΤΕΤΡΑΧΟΥΣ
Transliteration A: tetráchous Transliteration B: tetrachous Transliteration C: tetrachous Beta Code: tetra/xous

English (LSJ)

-ουν, contr. for τετράχοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui contient quatre conges ; ὁ τετράχους mesure de quatre conges.
Étymologie: τέσσαρες, χοῦς.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, ΜΑ
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν
ποσότητα τεσσάρων χοών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοῦς /-χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντάχους].

German (Pape)

zusammengezogen aus τετράχοος.

Russian (Dvoretsky)

τετράχους: стяж. = τετράχοος.

Middle Liddell

τετρά-χους, ουν,
holding four χόες, Anth.