κατώρυχος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katorychos | |Transliteration C=katorychos | ||
|Beta Code=katw/ruxos | |Beta Code=katw/ruxos | ||
|Definition=ὁ, apptly. a nickname, | |Definition=ὁ, apptly. a nickname, ''Inscr.Prien.''313.720.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κατώρυχος, ον,</b> = [[κατῶρυξ]] II.1, [[βελοστάσεις]] interpol. in Ph.''Bel.''82.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατώρυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κτισμένος [[μέσα]] στο [[έδαφος]] («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ορίζοντα<br /><b>4.</b> (το αρσ. ως [[επωνύμιο]]) [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερος [[θεματικός]] τ. τών [[κατῶρυξ]], [[κατωρυχής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, apptly. a nickname, Inscr.Prien.313.720.
II κατώρυχος, ον, = κατῶρυξ II.1, βελοστάσεις interpol. in Ph.Bel.82.9.
Greek Monolingual
κατώρυχος, -ον (Α)
1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος
3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα
4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός τ. τών κατῶρυξ, κατωρυχής.