κερδαντός: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerdantos
|Transliteration C=kerdantos
|Beta Code=kerdanto/s
|Beta Code=kerdanto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that ought to be gained</b>: <b class="b3">τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν</b> to make <b class="b2">fair gains</b>, Periand. ap. <span class="bibl">D.L.1.97</span>.</span>
|Definition=κερδαντή, κερδαντόν, [[that ought to be gained]]: [[τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν]] to [[make fair gains]], Periand. ap. D.L.1.97.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] adj. verb. zu [[κερδαίνω]], woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; [[κερδαντέος]], M. Ant. 4, 26.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδαντός:''' [[дающий выгоду]], [[выгодный]] (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).
}}
{{ls
|lstext='''κερδαντός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδαντός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει [[κέρδος]], [[ωφέλεια]] («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν [[κέρδος]], να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδαντός Medium diacritics: κερδαντός Low diacritics: κερδαντός Capitals: ΚΕΡΔΑΝΤΟΣ
Transliteration A: kerdantós Transliteration B: kerdantos Transliteration C: kerdantos Beta Code: kerdanto/s

English (LSJ)

κερδαντή, κερδαντόν, that ought to be gained: τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν to make fair gains, Periand. ap. D.L.1.97.

German (Pape)

[Seite 1423] adj. verb. zu κερδαίνω, woraus man Gewinn ziehen darf, D. L. 1, 97; κερδαντέος, M. Ant. 4, 26.

Russian (Dvoretsky)

κερδαντός: дающий выгоду, выгодный (τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κερδαντός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν Περίανδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 97.

Greek Monolingual

κερδαντός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που μπορεί να κερδίσει, που μπορεί να αποφέρει κέρδος, ωφέλεια («τὰ κερδαντὰ κερδαίνειν» — να κερδίζεις όσα μπορούν να σού δώσουν κέρδος, να σέ ωφελήσουν», Περίανδρ. στον Διογ. 10).