κρύψιππος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion

Source
(7)
 
m (elru replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krypsippos
|Transliteration C=krypsippos
|Beta Code=kru/yippos
|Beta Code=kru/yippos
|Definition=ὁ, nickname of Chrysippus, <span class="bibl">D.L.7.182</span>.
|Definition=ὁ, nickname of Chrysippus, D.L.7.182.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρύψιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που, [[επειδή]] [[είναι]] [[μικρόσωμος]], κρύβεται από έναν ίππο<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κρύψιππος</i><br />σκωπτική [[ονομασία]] του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, [[επειδή]] τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε [[σχεδόν]] ο [[ίππος]] που ήταν [[κοντά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψ</i>(<i>ι</i>)- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. [[κρατήσιππος]], [[τέθριππος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κρύψιππος:''' шутл. (по созвучию с [[Χρύσιππος]]) скрытый лошадью Diog. L.
}}
{{pape
|ptext=<i>vom [[Pferde]] [[verdeckt]]</i>, spöttische [[Verdrehung]] des Namens Χρύσιππος, [[deren]] [[Veranlassung]] DL. 7.182 [[erzählt]].
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψιππος Medium diacritics: κρύψιππος Low diacritics: κρύψιππος Capitals: ΚΡΥΨΙΠΠΟΣ
Transliteration A: krýpsippos Transliteration B: krypsippos Transliteration C: krypsippos Beta Code: kru/yippos

English (LSJ)

ὁ, nickname of Chrysippus, D.L.7.182.

Greek Monolingual

κρύψιππος, -ον (Α)
1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος
σκωπτική ονομασία του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε σχεδόν ο ίππος που ήταν κοντά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψ(ι)- (βλ. κρυπτο-) + ἵππος (πρβλ. κρατήσιππος, τέθριππος)].

Russian (Dvoretsky)

κρύψιππος: шутл. (по созвучию с Χρύσιππος) скрытый лошадью Diog. L.

German (Pape)

vom Pferde verdeckt, spöttische Verdrehung des Namens Χρύσιππος, deren Veranlassung DL. 7.182 erzählt.