τέθριππος
English (LSJ)
τέθριππον, (τέτταρα, ἵππος)
A with four horses yoked abreast, ἅρμα Pi.I.1.14; ζεῦγος A.Fr.346; ὄχος E.Hipp.1212; τέθριππον ἡλίου σέλας = chariot-drawn blaze of the sun Id.El.866; τέθριπποι ἅμιλλαι chariot races, Id.Hel.386; of the charioteer, οἱ Λυδοὶ ἐπὶ Πέλοπος τέθριπποι.. ἦσαν [καὶ] ἤδη ἁρματῖται Philostr.Im.1.17 (καὶ secl. Schenkl).
II τέθριππον (sc. ἅρμα), τό, four-horse chariot, Pi.O.2.50, Hdt.6.103, E.Alc.428, Pl.Ly.205c, etc.; τέθριππον ἵππων a team of four abreast, Ar.Nu.1407: pl., of a single chariot, Pi.P.1.59, E.HF177.
German (Pape)
[Seite 1079] mit vier Pferden bespannt, vierspännig; ἅρμα, Pind. I. 1, 14, wie Eur. Suppl. 517; ζεῦγος, Aesch. frg. 374; ὄχος, Eur. Hipp. 1212; auch ἅμιλλαι, das Wettfahren mit dem Viergespann, Hel. 393.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attelé de quatre chevaux ; τὸ τέθριππον quadrige, char à deux roues et à quatre chevaux de front.
Étymologie: τέτταρες, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
τέθριππος: запряженный четырьмя лошадьми, четырехконный (ζεῦγος Aesch.; ὄχος Eur.): αἱ τέθριπποι ἅμιλλαι Eur. состязание на четырехконных колесницах.
Greek (Liddell-Scott)
τέθριππος: -ον, (τέτταρα, ἵππος) ὁ συρόμενος ὑπὸ τεσσάρων ἵππων, ἅρμα Πινδ. Ι. 1. 18· ζεῦγος τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 368· ὄχος Εὐρ. Ἱππ. 1212· τ. ἡλίου σέλας ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 866· ἅμιλλαι τ., ὁ ἀγὼν τῆς ἁρματοδρομίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 386· ἐπὶ τοῦ ἁρματηλάτου, Ἐπιγρ. Κυρην. (;). ΙΙ. τέθριππον, (ἐξυπακ. ἅρμα), τό, τὸ ὑπὸ τεσσάρων ἵππων συρόμενον, Πινδ. Ο. 2. 91, Ἡρόδ. 6. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 428, κλπ.· τ. ἵππων, τέσσαρες ἵπποι συνεζευγμένοι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἅρματος, Πινδ. Π. 1. 114, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 177.
English (Slater)
τέθριππος with four horses ἅρματι τεθρίππῳ (I. 1.14) pro subs. ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον (O. 2.50) Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων (P. 1.59)
Greek Monolingual
-ο / τέθριππος, -ον, ΝΜΑ, και τετράϊππος, -ον ΜΑ
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα (α. «τέθριππο άρμα» β. «τέθριππος ὄχος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τέθριππο(ν)
(στην αρχαιότητα) άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αρματοδρομίες, σε πομπές ή σε εορταστικές εκδηλώσεις (α. «τέθριππον πωλικόν», Φώτ.
β. «τεθρίπποις τε και κέλησι», Πλάτ.
γ. «τεθριππά θ' οἵ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.)
αρχ.
φρ. α) «τέθριππον ἡλίου σέλας» — ο Ήλιος (Ευρ.)
β) «τέθριπποι ἅμιλλαι» — η αρματοδρομία (Ευρ.)
γ) «τέθριππον ἵππων» — τα τέσσερα άλογα του τέθριππου άρματος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἵππος (πρβλ. εξάϊππος). Ο τ. τέθριππος με τροπή του κλειστού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].
Greek Monotonic
τέθριππος: -ον (τέτταρα, ἵππος)·
I. αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ., Ευρ.· ἅμιλλαι τέθριππαι, αγώνας της αρματοδρομίας, σε Ευρ.
II. τέθριππον (ενν. ἅρμα), τό, άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα, σε Ηρόδ., Ευρ.· τέθριππον ἵππων, τέσσερα άλογα ζευγμένα κοντά-κοντά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τέθρ-ιππος, ον, τέτταρες, ἵππος
I. with four horses abreast, four-horsed, Pind., Eur.; ἅμιλλαι τ. the chariot-race, Eur.
II. τέθριππον (sc. ἅρμἀ, a four-horse chariot, Hdt., Eur.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.
Wikipedia EN
A quadriga (Latin quadri-, four, and iugum, yoke/yolk) is a car or chariot drawn by four horses abreast (the Roman Empire's equivalent of Ancient Greek tethrippon). It was raced in the Ancient Olympic Games and other contests. It is represented in profile as the chariot of gods and heroes on Greek vases and in bas-relief. The quadriga was adopted in ancient Roman chariot racing. Quadrigas were emblems of triumph; Victory or Fame often are depicted as the triumphant woman driving it. In classical mythology, the quadriga is the chariot of the gods; Apollo was depicted driving his quadriga across the heavens, delivering daylight and dispersing the night.
The word quadriga may refer to the chariot alone, the four horses without it, or the combination.