κυκνάριον: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyknarion | |Transliteration C=kyknarion | ||
|Beta Code=kukna/rion | |Beta Code=kukna/rion | ||
|Definition=τό, Dim. of < | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[κύκνος]] ''III'', Aët.7.8, Gal.14.765. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κυκνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύκνος]], Γαλην. 24. 765. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκνάριον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κολλυρίου ή αλοιφής για τη [[θεραπεία]] της φλόγωσης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[κυνάριον]], [[παιδάριον]]). Το [[φάρμακο]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του χρώματός του]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. von [[κύκνος]], Galen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of κύκνος III, Aët.7.8, Gal.14.765.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.
Greek Monolingual
κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].
German (Pape)
τό, dim. von κύκνος, Galen.