κυνηγεσία: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynigesia | |Transliteration C=kynigesia | ||
|Beta Code=kunhgesi/a | |Beta Code=kunhgesi/a | ||
|Definition=ἡ, later form for | |Definition=ἡ, later form for [[κυνηγέσιον]] 11, D.L.6.31; = Lat. [[venatio]], κ. ἐπετέλεσεν ''CIG''2719 (Stratonicea):—Dor. [[κυναγεσία]] ''AP''7.338, 6.183 (Zos.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[chasse avec des chiens]].<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγετέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυνηγεσία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγεσίη [κυνηγέτης] het jagen, de jacht (met honden). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγεσία:''' дор. κῠνᾱγεσία ἡ Plut., Diod., Anth. = [[κυνηγέσιον]] 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κυνηγεσία]], Α και δωρ. τ. [[κυναγεσία]]) [[κυνηγέτης]]<br />[[κυνηγέσιον]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνηγεσία:''' Δωρ. κυνᾱγ-, <i>ἡ</i>, μεταγεν. [[τύπος]] του επόμ. ([[σημασία]] II), σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῠνηγεσία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. [[κυνήγιον]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=later form for κῠνηγέσιον (signf. II), Plut.] [from κῠνηγετέω] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, later form for κυνηγέσιον 11, D.L.6.31; = Lat. venatio, κ. ἐπετέλεσεν CIG2719 (Stratonicea):—Dor. κυναγεσία AP7.338, 6.183 (Zos.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chasse avec des chiens.
Étymologie: κυνηγετέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγεσία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγεσίη [κυνηγέτης] het jagen, de jacht (met honden).
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγεσία: дор. κῠνᾱγεσία ἡ Plut., Diod., Anth. = κυνηγέσιον 1.
Greek Monolingual
η (AM κυνηγεσία, Α και δωρ. τ. κυναγεσία) κυνηγέτης
κυνηγέσιον.
Greek Monotonic
κῠνηγεσία: Δωρ. κυνᾱγ-, ἡ, μεταγεν. τύπος του επόμ. (σημασία II), σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγεσία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. κυνήγιον), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.
Middle Liddell
later form for κῠνηγέσιον (signf. II), Plut.] [from κῠνηγετέω]