λεπτυσμός: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptysmos | |Transliteration C=leptysmos | ||
|Beta Code=leptusmos | |Beta Code=leptusmos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[thinning]], Hp.''Epid.''6.3.16; τριχῶν Dsc.5.112; especially of the line of battle, Ael.''Tact.''38.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] ὁ, = [[λέπτυνσις]], Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεπτυσμός''': ὁ, [[λέπτυνσις]], [[ἀραίωσις]], Ἱππ. 1176Α· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπτυσμός]], ὁ (Α) [[λεπτύνω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[λεπταίνω]], η [[λέπτυνση]], η [[εκλέπτυνση]], η [[απίσχνανση]]<br /><b>2.</b> (για στρατιωτ. [[μονάδα]] ή σχηματισμό) [[αραίωση]] («[[λεπτυσμός]]<br />[[ὅταν]] τὸ [[βάθος]] τῆς [[φάλαγγος]] συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», <b>Αιλιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, thinning, Hp.Epid.6.3.16; τριχῶν Dsc.5.112; especially of the line of battle, Ael.Tact.38.3.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτυσμός: ὁ, λέπτυνσις, ἀραίωσις, Ἱππ. 1176Α· μάλιστα ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49.
Greek Monolingual
λεπτυσμός, ὁ (Α) λεπτύνω
1. το αποτέλεσμα του λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση
2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός
ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.).