ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liptikos
|Transliteration C=liptikos
|Beta Code=lhptiko/s
|Beta Code=lhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to accept</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1120b15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">assimilative</b>, opp. <b class="b3">ἐκκριτικός</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>243b14</span>.</span>
|Definition=ληπτική, ληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to accept]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120b15.<br><span class="bld">II</span> [[assimilative]], opp. [[ἐκκριτικός]], Id.''Ph.''243b14.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem [[ἐλευθέριος]], [[μήτε]] ληπτικὸν [[ὄντα]] [[μήτε]] φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ληπτικός]], ή, όν [[λαμβάνω]]<br />disposed to [[accept]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ληπτική, ληπτικόν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15.
II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1 умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2 вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.