ἀμφίκαυστις: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(2) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfikafstis | |Transliteration C=amfikafstis | ||
|Beta Code=a)mfi/kaustis | |Beta Code=a)mfi/kaustis | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἀμφίκαυτις]], εως, ἡ: ([[καίω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[ripe barley]], Ael.Dion. ''Fr.''184, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[καῦστις]].<br><span class="bld">II</span> Com., [[pudenda]], Cratin.381.<br><span class="bld">III</span> [[epithet]] of [[Demeter]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]1.c. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cebada que empieza a granar]] Ael.Dion.α 108, Hsch.s.u. καῦστις<br /><b class="num">•</b>como epít. de Deméter, Hsch.l.c.<br /><b class="num">2</b> cóm. [[partes sexuales de la mujer]], Cratin.381. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμφίκαυστις''': ἢ -καυτις, εως, ἡ, ([[καίω]]): «ἡ ὡρίμη [[κριθή]]», Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 1446. 29, «ἡ [[ἔκφυσις]] τῶν σταχύων· πυροὶ ἁδρυνόμενοι καὶ [[χόρτος]]» Ἡσύχ. ἐν λέξ. καῦστις. ΙΙ. παρὰ Κωμ., τὸ [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. Ἄδηλ. 30, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke: «οἱ δὲ κωμικοὶ τὸ [[αἰδοῖον]] ... ἀπὸ τοῦ περικεκαῦσθαι» Ἐτυμ. Μ. 90. 33. - «Κρατῖνος δὲ ἐπὶ τοῦ μορίου ἔταξεν αὐτό» Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀν., «εἴρηται μεταφορικῶς καὶ ἡ [[μάχη]]» Ἐτυμ. Μ. ἔνθ’ ἀν. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίκαυστις]], -εως, η (Α)<br /><b>1.</b> ώριμο [[στάχυ]] τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο [[ημίχλωρος]] [[καρπός]]), ψάνη<br /><b>2.</b> (στους Κωμ.) το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καῦστις]] «ώριμο [[κριθάρι]]», θ. του [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔκαυσα</i>, αόρ. του ρ. [[καίω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 23 March 2024
English (LSJ)
or ἀμφίκαυτις, εως, ἡ: (καίω):—
A ripe barley, Ael.Dion. Fr.184, Hsch. s.v. καῦστις.
II Com., pudenda, Cratin.381.
III epithet of Demeter, Hsch.1.c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cebada que empieza a granar Ael.Dion.α 108, Hsch.s.u. καῦστις
•como epít. de Deméter, Hsch.l.c.
2 cóm. partes sexuales de la mujer, Cratin.381.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκαυστις: ἢ -καυτις, εως, ἡ, (καίω): «ἡ ὡρίμη κριθή», Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 1446. 29, «ἡ ἔκφυσις τῶν σταχύων· πυροὶ ἁδρυνόμενοι καὶ χόρτος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. καῦστις. ΙΙ. παρὰ Κωμ., τὸ αἰδοῖον, Κρατῖν. Ἄδηλ. 30, ἔνθα ἴδε Meineke: «οἱ δὲ κωμικοὶ τὸ αἰδοῖον ... ἀπὸ τοῦ περικεκαῦσθαι» Ἐτυμ. Μ. 90. 33. - «Κρατῖνος δὲ ἐπὶ τοῦ μορίου ἔταξεν αὐτό» Ἡσύχ. ἔνθ’ ἀν., «εἴρηται μεταφορικῶς καὶ ἡ μάχη» Ἐτυμ. Μ. ἔνθ’ ἀν.
Greek Monolingual
ἀμφίκαυστις, -εως, η (Α)
1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη
2. (στους Κωμ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. του καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω.