λιποδρανής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipodranis | |Transliteration C=lipodranis | ||
|Beta Code=lipodranh/s | |Beta Code=lipodranh/s | ||
|Definition=ές, <span | |Definition=λιποδρανές, [[lacking strength]] (cf. [[ἀδρανής]]), Aret.''SD''2.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιποδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] δυνάμεως, που δεν έχει [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. [[αδρανής]], [[αμφιδρανής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
λιποδρανές, lacking strength (cf. ἀδρανής), Aret.SD2.6.
Greek Monolingual
λιποδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, αμφιδρανής].