λυμαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(8)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lymantirios
|Transliteration C=lymantirios
|Beta Code=lumanth/rios
|Beta Code=lumanth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">injurious, destructive</b>, δεσμά <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>991</span>: c. gen., <b class="b2">destroying, ruining</b>, γυναικὸς τῆσδε <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>1438</span>; τῶνδε οἴκων <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>764</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[injurious]], [[destructive]], δεσμά [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''991: c. gen., [[destroying]], [[ruining]], γυναικὸς τῆσδε Id.''Ag.''1438; τῶνδε οἴκων Id.''Ch.''764.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />nuisible, funeste à <i>ou</i> pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[λυμαντήρ]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[schmählich]] [[behandelnd]], [[verletzend]], [[schadend]]</i>; δεσμὰ λυμαντήρια, Aesch. <i>Prom</i>. 993; auch κεῖται γυναικὸς τῆσδε [[λυμαντήριος]], der das Weib [[verletzt]], <i>Ag</i>. 1413, wie ἐπ' ἄνδρα [[τῶνδε]] λυμαντήριον οἴκων <i>Ch</i>. 753.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήριος:''' <b class="num">II</b> <br /><b class="num">1</b> [[разрушитель]], [[погубитель]] ([[τῶνδε]] οἴκων Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[осквернитель]], [[совратитель]] (τῆς γυναικός Aesch.).<br />оскорбительный, позорящий, позорный ([[δεσμά]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''λῡμαντήριος''': -α, -ον, [[βλαπτικός]], καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· μετὰ γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε [[λυμαντήριος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, [[γάμος]] λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυμαντήριος]], -ία, -ον (Α) [[λυμαντήρ]]<br />[[ολέθριος]], [[βλαπτικός]], [[φθοροποιός]], [[καταστρεπτικός]] («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[injurious]], [[destructive]], Aesch.: c. gen. [[destroying]], ruining, Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[harmful]], [[injurious]], [[ruinous]], [[causing ruin]]
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήριος Medium diacritics: λυμαντήριος Low diacritics: λυμαντήριος Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: lymantḗrios Transliteration B: lymantērios Transliteration C: lymantirios Beta Code: lumanth/rios

English (LSJ)

α, ον, injurious, destructive, δεσμά A.Pr.991: c. gen., destroying, ruining, γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438; τῶνδε οἴκων Id.Ch.764.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nuisible, funeste à ou pour, gén..
Étymologie: λυμαντήρ.

German (Pape)

[ῡ], schmählich behandelnd, verletzend, schadend; δεσμὰ λυμαντήρια, Aesch. Prom. 993; auch κεῖται γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος, der das Weib verletzt, Ag. 1413, wie ἐπ' ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων Ch. 753.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήριος: II
1 разрушитель, погубитель (τῶνδε οἴκων Aesch.);
2 осквернитель, совратитель (τῆς γυναικός Aesch.).
оскорбительный, позорящий, позорный (δεσμά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· μετὰ γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, γάμος λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.

Greek Monolingual

λυμαντήριος, -ία, -ον (Α) λυμαντήρ
ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.

Middle Liddell

injurious, destructive, Aesch.: c. gen. destroying, ruining, Aesch.

English (Woodhouse)

harmful, injurious, ruinous, causing ruin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)