Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastropeia
|Transliteration C=mastropeia
|Beta Code=mastropei/a
|Beta Code=mastropei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pandering</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>3.10</span>, Plu.2.632e.</span>
|Definition=ἡ, [[pandering]], X.''Smp.''3.10, Plu.2.632e.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[excitation à la débauche]].<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Verkuppelung]]</i>; Xen. <i>Symp</i>. 4.61; Plut. <i>Symp</i>. 2.1.
}}
{{elru
|elrutext='''μαστροπεία:''' ἡ [[побуждение к разврату]], [[сводничество]] Xen., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''μαστροπεία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαστροπεία]]) [[μαστροπεύω]]<br />η [[ιδιότητα]] και η [[ασχολία]] του μαστροπού, η [[παρακίνηση]] σε [[ασέλγεια]] και [[πορνεία]], [[προαγωγεία]], [[ρουφιανιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαστροπεία:''' ἡ, [[εξώθηση]] ενός άλλου στην [[πορνεία]] για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαστροπεία]], ἡ,<br />a pandaring, Xen. [from [[μαστροπεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ, pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

German (Pape)

ἡ, die Verkuppelung; Xen. Symp. 4.61; Plut. Symp. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπεία:побуждение к разврату, сводничество Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.

Greek Monotonic

μαστροπεία: ἡ, εξώθηση ενός άλλου στην πορνεία για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.

Middle Liddell

μαστροπεία, ἡ,
a pandaring, Xen. [from μαστροπεύω