μεγαλόζηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalozilos
|Transliteration C=megalozilos
|Beta Code=megalo/zhlos
|Beta Code=megalo/zhlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very zealous</b>, gloss on [[ἀγάζηλος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>5.29</span>.</span>
|Definition=μεγαλόζηλον, [[very zealous]], ''Glossaria'' on [[ἀγάζηλος]], ''EM''5.29.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] Erkl. von ἀγάζηλος, E. M. 5, 29.
}}
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόζηλος''': -ον, ἔχων μέγαν ζῆλον, Μέγ. Ἐτυμ. ἐν λέξ. [[ἀγάζηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόζηλος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μεγαλόζηλα]]<br />ενδύματα [[κατάλληλα]] για ψηλούς ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ζῆλος]] ([[πρβλ]]. [[ετερόζηλος]], [[πολύζηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόζηλος Medium diacritics: μεγαλόζηλος Low diacritics: μεγαλόζηλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: megalózēlos Transliteration B: megalozēlos Transliteration C: megalozilos Beta Code: megalo/zhlos

English (LSJ)

μεγαλόζηλον, very zealous, Glossaria on ἀγάζηλος, EM5.29.

German (Pape)

[Seite 106] Erkl. von ἀγάζηλος, E. M. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόζηλος: -ον, ἔχων μέγαν ζῆλον, Μέγ. Ἐτυμ. ἐν λέξ. ἀγάζηλος.

Greek Monolingual

μεγαλόζηλος, -ον (ΑM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα
ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζῆλος (πρβλ. ετερόζηλος, πολύζηλος)].