πολύζηλος

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύζηλος Medium diacritics: πολύζηλος Low diacritics: πολύζηλος Capitals: ΠΟΛΥΖΗΛΟΣ
Transliteration A: polýzēlos Transliteration B: polyzēlos Transliteration C: polyzilos Beta Code: polu/zhlos

English (LSJ)

πολύζηλον,
A full of emulation, βίος S. OT381.
II much admired, βασιλεύς B.10.63; πόσις S.Tr. 185.

German (Pape)

[Seite 662] viel oder sehr beneidet, geliebt, dem man sehr nachtrachtet, nacheifert; Soph. Trach. 184; βίος, G. R. 381. – Auch act., sehr beneidend, sehr neidisch (?).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très désiré, très recherché, aimé;
2 agité par l'envie.
Étymologie: πολύς, ζῆλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύζηλος -ον [πολύς, ζῆλος] zeer bewonderd, zeer benijd.

Russian (Dvoretsky)

πολύζηλος:
1 горячо любимый (πόσις Soph.);
2 исполненный соперничества или окруженный (всеобщей) завистью (βίος Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύζηλος, -ον, ΝΑ
πολυζήλευτος, ζηλεμένος, πολυθαύμαστοςπολύζηλος βασιλεύς», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο ζήλο, που επιδεικνύει μεγάλο ζήλο
αρχ.
1. αυτός που είναι γεμάτος άμιλλα, γεμάτος ανταγωνισμό («τέχνη τέχνης υπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ», Σοφ.)
2. πολυπόθητος, πολυαγαπημένος («τάχ' ἐς δόμους σοὺς τὸν πολύζηλον πόσιν ἥξειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ζῆλος (πρβλ. κακόζηλος)].

Greek Monotonic

πολύζηλος: -ον, I. γεμάτος από ζήλεια και ανταγωνισμό, σε Σοφ.
II. πολυπόθητος, πολύ επιθυμητός, αγαπητός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύζηλος: -ον, ὁ πλήρης ζήλου, ἁμίλλης ἢ φθόνου καὶ ζηλοτυπίας, τῷ πολυζήλῳ βίῳ, Σοφ. Ο. Τ. 381· ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, ποθητός, ἠγαπημένος, πόσις ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 185.

Middle Liddell

πολύ-ζηλος, ον,
I. full of jealousy and rivalry, Soph.
II. much-desired, longed-for, loved, Soph.

English (Woodhouse)

longed for, pined for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)