μειώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meionymos
|Transliteration C=meionymos
|Beta Code=meiw/numos
|Beta Code=meiw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a smaller denominator</b>, of fractions, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span>p.48</span> P. (Comp.).</span>
|Definition=μειώνυμον, [[with a smaller denominator]], of [[fraction]]s, Iamb. ''in Nic.''p.48 P. (Comp.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] compar. zu [[μικρώνυμος]], mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.
}}
{{ls
|lstext='''μειώνυμος''': -ον, [[εἶδος]] συγκριτικοῦ τοῦ [[μικρώνυμος]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειώνυμος]], -ον (Α)<br />(για [[κλάσμα]]) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειώνῠμος Medium diacritics: μειώνυμος Low diacritics: μειώνυμος Capitals: ΜΕΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: meiṓnymos Transliteration B: meiōnymos Transliteration C: meionymos Beta Code: meiw/numos

English (LSJ)

μειώνυμον, with a smaller denominator, of fractions, Iamb. in Nic.p.48 P. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 117] compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.

Greek (Liddell-Scott)

μειώνυμος: -ον, εἶδος συγκριτικοῦ τοῦ μικρώνυμος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

μειώνυμος, -ον (Α)
(για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].