μηναγύρτης: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=minagyrtis | |Transliteration C=minagyrtis | ||
|Beta Code=mhnagu/rths | |Beta Code=mhnagu/rths | ||
|Definition= | |Definition=μηναγύρτου, ὁ, [[a priest of Rhea]], [[who made rounds of begging visits]] (cf. [[μητραγύρτης]]), Ph.2.316, Cels. ap. Origenes ''Cels.''1.9 ([[varia lectio|v.l.]]), Poll.7.188 ([[varia lectio|v.l.]]), Aesop.290, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid.; title of plays by Antiphanes (as v.l.) and Menander. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0174.png Seite 174]] ὁ, ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst [[μητραγύρτης]], vgl. Mein. Men. p. 111. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μηνᾰγύρτης''': -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης [[ἤτοι]] τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. [[μητραγύρτης]]), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει [[ῥῆμα]] μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, [[ἔνθα]] μητραγυρτέω. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηναγύρτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μητραγύρτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μηναγύρτης</i><br />[[τίτλος]] κωμωδιών του Αντιφάνους και του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Μήν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγύρτης]] «[[ζητιάνος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
μηναγύρτου, ὁ, a priest of Rhea, who made rounds of begging visits (cf. μητραγύρτης), Ph.2.316, Cels. ap. Origenes Cels.1.9 (v.l.), Poll.7.188 (v.l.), Aesop.290, Hsch., Phot., Suid.; title of plays by Antiphanes (as v.l.) and Menander.
German (Pape)
[Seite 174] ὁ, ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst μητραγύρτης, vgl. Mein. Men. p. 111.
Greek (Liddell-Scott)
μηνᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης ἤτοι τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. μητραγύρτης), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει ῥῆμα μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, ἔνθα μητραγυρτέω.
Greek Monolingual
μηναγύρτης, ὁ (Α)
1. μητραγύρτης
2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης
τίτλος κωμωδιών του Αντιφάνους και του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν- + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)].