μόριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=morios
|Transliteration C=morios
|Beta Code=mo/rios
|Beta Code=mo/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of burial</b>, γῆ <span class="title">AP</span>7.477 (Tymn.).</span>
|Definition=α, ον, [[of burial]], γῆ ''AP''7.477 (Tymn.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. [[μόρσιμος]] u. [[μοιρίδιος]]. [[Ζεύς]], der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.
}}
{{elru
|elrutext='''μόριος:''' Anth. = [[μόρσιμος]].
}}
{{ls
|lstext='''μόριος''': -α, -ον, = [[μόριμος]], [[μόρσιμος]], Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: [[Ζεύς|Ζεὺς]] Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. [[μορία]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόριος]], ὁ (Α) [[μόρια]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.<br /> <b>(II)</b><br />[[μόριος]], -α, -ον (Α) [[μόρος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προορίζεται για [[ταφή]] («[[μορία]] γῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόριος]]<br />[[ἄπληστος]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> = [[μόρσιμος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> βλ. [[μορίαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μόριος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> = [[μόρσιμος]], anth.<br /><b class="num">II.</b> v. [[μορίαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριος Medium diacritics: μόριος Low diacritics: μόριος Capitals: ΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: mórios Transliteration B: morios Transliteration C: morios Beta Code: mo/rios

English (LSJ)

α, ον, of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).

German (Pape)

[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.

Russian (Dvoretsky)

μόριος: Anth. = μόρσιμος.

Greek (Liddell-Scott)

μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.

Greek Monolingual

(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.
(II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφήμορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».

Greek Monotonic

μόριος: -α, -ον,
I. = μόρσιμος, σε Ανθ.
II. βλ. μορίαι.

Middle Liddell

μόριος, η, ον
I. = μόρσιμος, anth.
II. v. μορίαι.