μουνάξ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mounaks
|Transliteration C=mounaks
|Beta Code=mouna/c
|Beta Code=mouna/c
|Definition=Adv., (μοῦνος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singly</b>, ὀρχήσασθαι <span class="bibl">Od.8.371</span>; <b class="b3">μ. κτεινομένων</b> <b class="b2">in single combat</b>, <span class="bibl">11.417</span>.</span>
|Definition=Adv., ([[μοῦνος]]) [[singly]], ὀρχήσασθαι Od.8.371; <b class="b3">μ. κτεινομένων</b> [[in single combat]], 11.417.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0210.png Seite 210]] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. [[μουνάξ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονάξ]].
}}
{{ls
|lstext='''μουνάξ''': Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουνάξ]] (Α, Μ [[μονάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> μεμονωμένα, [[χωριστά]] (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε [[μονομαχία]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦνος]], ιων. τ. του [[μόνος]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἅπαξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[μοναξιά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουνάξ:''' ([[μοῦνος]]), επίρρ., [[χωριστά]], σε [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοῦνος]]<br />[[singly]], in [[single]] [[combat]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνάξ Medium diacritics: μουνάξ Low diacritics: μουνάξ Capitals: ΜΟΥΝΑΞ
Transliteration A: mounáx Transliteration B: mounax Transliteration C: mounaks Beta Code: mouna/c

English (LSJ)

Adv., (μοῦνος) singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.

German (Pape)

[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Gegensatz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.

Greek Monolingual

μουνάξ (Α, Μ μονάξ)
επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ.
β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)].

Greek Monotonic

μουνάξ: (μοῦνος), επίρρ., χωριστά, σε μονομαχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μοῦνος
singly, in single combat, Od.