ναρδόσταχυς: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(8)
 
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nardostachys
|Transliteration C=nardostachys
|Beta Code=nardo/staxus
|Beta Code=nardo/staxus
|Definition=υος, ὁ, = foreg., Dsc.2.16, Gal.6.339.
|Definition=υος, ὁ, = [[νάρδος]] ([[nard]]), Dsc. 2.16, Gal. 6.339.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] υος, ἡ, die ährenförmige Blüte der Narde; Schol. Nic. Ther. 605; Galen.
}}
{{ls
|lstext='''ναρδόσταχυς''': -υος, ὁ, ἴδε [[νάρδος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναρδόσταχυς]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βαλεριανίδες της τάξης [[ρουβιώδη]] και από διάφορα είδη του οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την [[αρχαιότητα]] [[ακόμη]] στην [[αρωματοποιία]] και στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάρδος]] «[[είδος]] αρωματικού φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]] (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>nardostachys</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 16:43, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρδόστᾰχυς Medium diacritics: ναρδόσταχυς Low diacritics: ναρδόσταχυς Capitals: ΝΑΡΔΟΣΤΑΧΥΣ
Transliteration A: nardóstachys Transliteration B: nardostachys Transliteration C: nardostachys Beta Code: nardo/staxus

English (LSJ)

υος, ὁ, = νάρδος (nard), Dsc. 2.16, Gal. 6.339.

German (Pape)

[Seite 229] υος, ἡ, die ährenförmige Blüte der Narde; Schol. Nic. Ther. 605; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ναρδόσταχυς: -υος, ὁ, ἴδε νάρδος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ναρδόσταχυς)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βαλεριανίδες της τάξης ρουβιώδη και από διάφορα είδη του οποίου λαμβάνονται έλαια που χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ακόμη στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + στάχυς (πρβλ. και λατ. nardostachys)].