οἰόκερως: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiokeros
|Transliteration C=oiokeros
|Beta Code=oi)o/kerws
|Beta Code=oi)o/kerws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-horned</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.96</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, ([[κέρας]]) [[one-horned]], Opp.''C.''2.96.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0308.png Seite 308]] ωτος, einhörnig, Opp. Cyn. 2, 96.
}}
{{ls
|lstext='''οἰόκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ([[κέρας]]) ὁ ἓν μόνον [[κέρας]] ἔχων, [[μονόκερως]], Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰόκερως]], -έρωτος, ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(παλαιοντ.)</b> [[γένος]] σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κέρατο]], [[μονοκέρατος]], [[μονόκερως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόκερως Medium diacritics: οἰόκερως Low diacritics: οιόκερως Capitals: ΟΙΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: oiókerōs Transliteration B: oiokerōs Transliteration C: oiokeros Beta Code: oi)o/kerws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) one-horned, Opp.C.2.96.

German (Pape)

[Seite 308] ωτος, einhörnig, Opp. Cyn. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, μονόκερως, Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.

Greek Monolingual

ο (Α οἰόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος, μονόκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -κερως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].