ὀκτάβλωμος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(9) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktavlomos | |Transliteration C=oktavlomos | ||
|Beta Code=o)kta/blwmos | |Beta Code=o)kta/blwmos | ||
|Definition= | |Definition=ὀκτάβλωμον, [[consisting of eight pieces]], <b class="b3">ἄρτον τετράτρυφον ὀκτάβλωμον</b>, an obscure conjunction of epithets, Hes.''Op.''442, cf. Philostr. ''Im.''2.26. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0317.png Seite 317]] achtbissig, [[ἄρτος]], wahrscheinlich eine Art Brote, welche beim Backen durch Einschnitte in acht gleiche Teile getheilt waren, Hes. O. 444. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκτάβλωμος:''' [[βλωμός]] «кусок, ломоть»] состоящий из восьми долей ([[ἄρτος]] Hes.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀκτάβλωμος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀκτὼ τεμαχίων, ἄρτον τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον, - σκοτεινὴ ἐπιθέτων [[συναφή]], ἴδε Σχολιαστὰς ἐν τόπῳ, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκτάβλωμος]], -ον (Α)<br />(για άρτο) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] βλωμούς, από [[οκτώ]] μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[βλωμός]] «[[μπουκιά]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκτάβλωμος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[επτά]] τεμάχια, σε Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀκτά-βλωμος, ον,<br />consisting of [[eight]] pieces, Hes. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
ὀκτάβλωμον, consisting of eight pieces, ἄρτον τετράτρυφον ὀκτάβλωμον, an obscure conjunction of epithets, Hes.Op.442, cf. Philostr. Im.2.26.
German (Pape)
[Seite 317] achtbissig, ἄρτος, wahrscheinlich eine Art Brote, welche beim Backen durch Einschnitte in acht gleiche Teile getheilt waren, Hes. O. 444.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάβλωμος: βλωμός «кусок, ломоть»] состоящий из восьми долей (ἄρτος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάβλωμος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀκτὼ τεμαχίων, ἄρτον τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον, - σκοτεινὴ ἐπιθέτων συναφή, ἴδε Σχολιαστὰς ἐν τόπῳ, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440.
Greek Monolingual
ὀκτάβλωμος, -ον (Α)
(για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»].
Greek Monotonic
ὀκτάβλωμος: -ον, αυτός που αποτελείται από επτά τεμάχια, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὀκτά-βλωμος, ον,
consisting of eight pieces, Hes.