ὀκταπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀκταπάλαιστος
|Full diacritics=ὀκταπᾰ́λαιστος
|Medium diacritics=ὀκταπάλαιστος
|Medium diacritics=ὀκταπάλαιστος
|Low diacritics=οκταπάλαιστος
|Low diacritics=οκταπάλαιστος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktapalaistos
|Transliteration C=oktapalaistos
|Beta Code=o)ktapa/laistos
|Beta Code=o)ktapa/laistos
|Definition=[πᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eight palms wide</b> or <b class="b2">long</b>, ἀσπίς <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>12</span> : so ὀκτωπάλαιστος, Ascl.<span class="title">Tact.</span>5.1.</span>
|Definition=[πᾰ], ον, [[eight palms wide]], [[eight palms long]], [[ἀσπίς]] Ael.''Tact.''12: so [[ὀκτωπάλαιστος]], Ascl.''Tact.''5.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκταπάλαιστος]] και [[ὀκτωπάλαιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] ίσο με [[οκτώ]] παλάμες, ο [[ευρύς]] ή [[μακρός]] [[κατά]] [[οκτώ]] παλάμες («ἀσπὶς [[ὀκταπάλαιστος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πάλαιστος</i>, [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. [[παλαστή]] «[[παλάμη]]» ([[πρβλ]]. [[επταπάλαιστος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταπᾰ́λαιστος Medium diacritics: ὀκταπάλαιστος Low diacritics: οκταπάλαιστος Capitals: ΟΚΤΑΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oktapálaistos Transliteration B: oktapalaistos Transliteration C: oktapalaistos Beta Code: o)ktapa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, eight palms wide, eight palms long, ἀσπίς Ael.Tact.12: so ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.

Greek Monolingual

ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. παλαστή «παλάμη» (πρβλ. επταπάλαιστος)].