ὁμοιοκατάληκτος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiokataliktos | |Transliteration C=omoiokataliktos | ||
|Beta Code=o(moiokata/lhktos | |Beta Code=o(moiokata/lhktos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=ὁμοιοκατάληκτον, [[ending alike]], ib.50.25, al. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[de même terminaison]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[καταλήγω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμοιοκατάληκτος''': -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, [[αὐτόθι]] 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― [[ὡσαύτως]], ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιοκατάληκτος]], -ον)<br />(για στίχους) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]] ([[πρβλ]]. [[μακροκατάληκτος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμοιοκατάληκτος:''' -ον, αυτός που έχει [[ομοιοκαταληξία]], [[ρίμα]], λέγεται για στίχους. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμοιο-κατάληκτος, ον,<br />[[ending]] [[alike]], rhyming, of verses. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμοιοκατάληκτον, ending alike, ib.50.25, al.
German (Pape)
[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακροκατάληκτος)].
Greek Monotonic
ὁμοιοκατάληκτος: -ον, αυτός που έχει ομοιοκαταληξία, ρίμα, λέγεται για στίχους.