ὁμοιοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(9)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoiopatheia
|Transliteration C=omoiopatheia
|Beta Code=o(moiopa/qeia
|Beta Code=o(moiopa/qeia
|Definition=[πᾰ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sympathetic emotion</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1210b23</span>, <span class="bibl">1211a1</span>, Metrod.<span class="title">Fr.</span>38 (pl.) ; cf. <b class="b3">ὁμοπάθεια</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">likeness in condition, homogeneousness</b>, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁ. <span class="bibl">D.S.13.24</span> (nisi <b class="b3">ὁμοπ-</b>leg.), cf. <span class="bibl">Str.1.1.9</span>.</span>
|Definition=[πᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[sympathetic emotion]], Arist.''MM''1210b23, 1211a1, Metrod.''Fr.''38 (pl.); cf. [[ὁμοπάθεια]].<br><span class="bld">II</span> [[likeness in condition]], [[homogeneousness]], ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.24 (nisi <b class="b3">ὁμοπ-</b>leg.), cf. Str.1.1.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιοπάθεια:''' (πᾰ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[сходство чувств или настроений]], [[одинаковая восприимчивость]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[одинаковость]], [[однородность]] (τῆς φύσεως Diod.).
}}
{{ls
|lstext='''ὁμοιοπάθεια''': ἡ, τὸ ὑποκεῖσθαι εἰς τὰ αὐτὰ [[πάθη]], [[συμπάθεια]], Ἀριστ. Μνήμ. 2. 11, 35, 38· τινος, [[πρός]] τινα, Ἀθήν. 675Α. ΙΙ. [[ὁμοιότης]] καταστάσεως, [[ὁμοιότης]], [[ὁμοιογένεια]], ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁμ. Διόδ. 3. 24, πρβλ. Στράβ. 6.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁμοιοπάθεια]])<br />το να βρίσκεται [[κάποιος]] στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλον ή το να παθαίνει [[κανείς]] τα [[ίδια]] [[δεινά]] με κάποιον άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br />η ομοιοπαθητική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμοιοπαθής]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homeopathy</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:06, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοπάθεια Medium diacritics: ὁμοιοπάθεια Low diacritics: ομοιοπάθεια Capitals: ΟΜΟΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: homoiopátheia Transliteration B: homoiopatheia Transliteration C: omoiopatheia Beta Code: o(moiopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,
A sympathetic emotion, Arist.MM1210b23, 1211a1, Metrod.Fr.38 (pl.); cf. ὁμοπάθεια.
II likeness in condition, homogeneousness, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁ. D.S.13.24 (nisi ὁμοπ-leg.), cf. Str.1.1.9.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, ähnliches Verhalten, ähnlicher Zustand, ähnliche Empfänglichkeit für gewisse Eindrücke; Strab. 1, 1, 9 Plut. adv. Col. 17 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοπάθεια: (πᾰ) ἡ тж. pl.
1 сходство чувств или настроений, одинаковая восприимчивость Arst., Plut.;
2 одинаковость, однородность (τῆς φύσεως Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοπάθεια: ἡ, τὸ ὑποκεῖσθαι εἰς τὰ αὐτὰ πάθη, συμπάθεια, Ἀριστ. Μνήμ. 2. 11, 35, 38· τινος, πρός τινα, Ἀθήν. 675Α. ΙΙ. ὁμοιότης καταστάσεως, ὁμοιότης, ὁμοιογένεια, ἡ κοινὴ τῆς φύσεως ὁμ. Διόδ. 3. 24, πρβλ. Στράβ. 6.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοιοπάθεια)
το να βρίσκεται κάποιος στην ίδια κατάσταση με άλλον ή το να παθαίνει κανείς τα ίδια δεινά με κάποιον άλλον
νεοελλ.
η ομοιοπαθητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιοπαθής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeopathy].