οὐρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(9)
 
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ourodis
|Transliteration C=ourodis
|Beta Code=ou)rw/dhs
|Beta Code=ou)rw/dhs
|Definition=ες, (οὐρά) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the tail</b> or <b class="b2">rump</b>, τένοντες Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 37 (v.l. for [[ὀρρ-]]).</span>
|Definition=οὐρῶδες, ([[οὐρά]]) [[of the tail]] or [[of the rump]], τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ὀρρώδης]]).
}}
{{ls
|lstext='''οὐρώδης''': -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρώδης]], -ῶδες (Α) [[ουρά]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή στον πρωκτό.<br /> <b>(II)</b><br />-ώδες [[ούρο]]<br />αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το [[χρώμα]] ή την [[οσμή]], τών ούρων.
}}
}}

Latest revision as of 06:33, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρώδης Medium diacritics: οὐρώδης Low diacritics: ουρώδης Capitals: ΟΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: ourṓdēs Transliteration B: ourōdēs Transliteration C: ourodis Beta Code: ou)rw/dhs

English (LSJ)

οὐρῶδες, (οὐρά) of the tail or of the rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρώδης).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρώδης, -ῶδες (Α) ουρά
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.
(II)
-ώδες ούρο
αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.