ἀνάρμενος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anarmenos | |Transliteration C=anarmenos | ||
|Beta Code=a)na/rmenos | |Beta Code=a)na/rmenos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἀνάρμενον, [[unequipped]], AP11.29 (Autom.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[non équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρμενος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάρμενος:''' [[не оснащенный]], [[лишенный снастей]] (''[[sc.]]'' [[ναῦς]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμενος]], -ον)<br />(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για [[ταξίδι]] εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάρμενος:''' -ον ([[ἀραρίσκω]]), μη εξοπλισμένος, [[απροετοίμαστος]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀραρίσκω]]<br />unequipped, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάρμενον, unequipped, AP11.29 (Autom.).
Spanish (DGE)
-ον
no equipado, ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν AP 11.29 (Autom.).
German (Pape)
[Seite 205] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non équipé.
Étymologie: ἀ, ἄρμενος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρμενος: не оснащенный, лишенный снастей (sc. ναῦς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμενος: -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, ἀπαράσκευος, «ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» Αὐτομέδων ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρμενος, -ον)
(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος
νεοελλ.
(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.
Greek Monotonic
ἀνάρμενος: -ον (ἀραρίσκω), μη εξοπλισμένος, απροετοίμαστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀραρίσκω
unequipped, Anth.