παρασκευαστής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraskevastis
|Transliteration C=paraskevastis
|Beta Code=paraskeuasth/s
|Beta Code=paraskeuasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">provider</b>, <b class="b3">ἐπιθυμιῶν</b> ib.<span class="bibl">518c</span>.</span>
|Definition=παρασκευαστοῦ, ὁ, [[provider]], [[ἐπιθυμιῶν]] ib.518c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui prépare : ministre, serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] [[leverancier]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκευαστής:''' οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />θηλ. -στρια, Ν [[παρασκευάζω]]<br />αυτός που παρασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, [[βοηθός]] καθηγητή ο [[οποίος]] ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασκευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[τροφοδότης]], [[προμηθευτής]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''παρασκευαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρασκευαστής]], οῦ, ὁ, [from [[παρασκευάζω]]<br />a [[provider]], τινος Plat.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστής Medium diacritics: παρασκευαστής Low diacritics: παρασκευαστής Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paraskeuastḗs Transliteration B: paraskeuastēs Transliteration C: paraskevastis Beta Code: paraskeuasth/s

English (LSJ)

παρασκευαστοῦ, ὁ, provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.

German (Pape)

[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] leverancier.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστής: οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.

Greek Monotonic

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.

Middle Liddell

παρασκευαστής, οῦ, ὁ, [from παρασκευάζω
a provider, τινος Plat.