ἠιών: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Autenrieth) |
(1ab) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=όνος: [[sea]]-[[bank]], [[shore]], Il. 12.31, Od. 6.138. | |auten=όνος: [[sea]]-[[bank]], [[shore]], Il. 12.31, Od. 6.138. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠιών:''' Αττ. [[ᾐών]], ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>ἠιόνεσσι</i>, όχθη της θάλασσας, [[ακτή]], [[παραλία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· όχθη ποταμού, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />a sea-[[bank]], [[shore]], [[beach]], Hdt., etc.; a [[river]]-[[bank]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἠιών: Ἀττ. ᾐών, Δωρ. ἀιών, ᾀών, όνος, ἡ - ἀκτὴ τῆς θαλάσσης, ἀκτή, ὅθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον Ἰλ. Ψ. 61· ἀμφὶ δέ τ’ ἄκραι ἠιόνες βοόωσιν Ρ. 264 (ἴδε ἐν λ. παραπλήξ)· ἐν... ἠιόνεσσι καθίζων (Ἐπ. δοτ.) Ὀδ. Ε. 156· - ὡσαύτως, Ἡρόδ. 2. 113., 8. 96, Πίνδ., Τραγ., καὶ παρὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 5· 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ ἄλλων ἀκτῶν, οἷον ἐπὶ ὄχθης λίμνης, Πίνδ. Ι. 1. 46· ἐπὶ ποταμοῦ (πρβλ. ἠιόεις), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1158, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 659., Δ. 130, Διον. Ἁλ. 4. 27. 3) μεταφ., «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ’ αὐτῶν τὰ δάκρυα» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
όνος: sea-bank, shore, Il. 12.31, Od. 6.138.
Greek Monotonic
ἠιών: Αττ. ᾐών, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. ἠιόνεσσι, όχθη της θάλασσας, ακτή, παραλία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όχθη ποταμού, σε Αισχύλ.