κυανοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(sl1)
 
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῠᾰνοχίτων</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[with]] [[dark]]-[[blue]] [[tunic]]] ον κυανοχίτων [(Π&#774;{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.
|sltr=<b>κῠᾰνοχίτων</b> [[with]] [[dark]]-[[blue]] [[tunic]] ]ον κυανοχίτων[ (Π&#774;{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα κυανού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[κισσο]]-<i>χίτων</i>, <i>τοξο</i>-<i>χίτων</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 3 September 2022

English (Slater)

κῠᾰνοχίτων with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.

Greek Monolingual

κυανοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο-χίτων, τοξο-χίτων)].