πεποίθησις: Difference between revisions

(9)
 
mNo edit summary
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pepoithisis
|Transliteration C=pepoithisis
|Beta Code=pepoi/qhsis
|Beta Code=pepoi/qhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trust, confidence, boldness</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>18.19</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span> p.22</span> O., <span class="bibl">Ph.2.444</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span>3.12</span>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>2.4</span> ; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>1.3.1</span> ; <b class="b3">ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ π</b>. ib.<span class="bibl">10.1.4</span> : in pl., <span class="bibl">Babr.43.19</span>.</span>
|Definition=πεποιθήσεως, ἡ, [[trust]], [[confidence]], [[boldness]], [[LXX]] ''4 Ki.''18.19, Phld.''Lib.'' p.22 O., Ph.2.444, ''Ep.Eph.''3.12, Philum.''Ven.''2.4; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.''AJ''1.3.1; <b class="b3">ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πεποίθησις</b> ib.10.1.4: in plural, Babr.43.19.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ἡ, [[Vertrauen]], [[Zuversicht]], [[NT|N.T.]] u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[confiance]], [[assurance]].<br />'''Étymologie:''' [[πέποιθα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεποίθησις -εως, ἡ [[vertrouwen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεποίθησις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[доверие]], тж. [[уверенность]] Babr.;<br /><b class="num">2</b> [[упование]] NT.
}}
{{StrongGR
|strgr=from the [[perfect]] of the alternate of [[πάσχω]]; [[reliance]]: [[confidence]], [[trust]].
}}
{{Thayer
|txtha=πεποιθησεως, ἡ ([[πείθω]], 2perfect [[πέποιθα]]), [[trust]], [[confidence]] (R. V.), [[reliance]]: εἰς τινα, ἐν τίνι, [[Philo]] de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. [[once]] for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεποίθησις:''' ἡ, [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]], [[πεποίθηση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πεποίθησις]], -ήσεως, ΝΑ<br />[[τόλμη]], [[θάρρος]] που πηγάζει από την [[πίστη]] σε [[κάτι]] ή από τη [[βεβαιότητα]] για [[κάτι]] («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ακλόνητη [[πίστη]] και σταθερή [[βεβαιότητα]] για την πραγματική [[υπόσταση]] ή την [[αλήθεια]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που πιστεύει ή φρονεί [[κανείς]], [[φρόνημα]], [[ιδέα]], [[αντίληψη]], [[δοξασία]] (α. «πολιτικές πεποιθήσεις» β. «θρησκευτικές πεποιθήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παρακμ. [[πέποιθα]] του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
}}
{{ls
|lstext='''πεποίθησις''': ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· [[ὡσαύτως]] πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πεποίθησις]], εως,<br />[[trust]], [[confidence]], [[boldness]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pepo⋯qhsij 胚拍帖西士<br />'''詞類次數''':名詞(6)<br />'''原文字根''':信服 相當於: ([[בָּטוּחַ]]&#x200E; / [[בָּטַח]]&#x200E;<br />'''字義溯源''':信賴,信任,信,深信,篤信,決意,靠;源自([[πάσχω]])*=經歷)<br />'''出現次數''':總共(6);林後(4);弗(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 深信(2) 林後1:15; 林後3:4;<br />2) 靠(1) 腓3:4;<br />3) 篤信(1) 弗3:12;<br />4) 決意(1) 林後10:2;<br />5) 信任(1) 林後8:22
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐμπιστοσύνη]]). Ἀπό τό [[πέποιθα]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:37, 29 February 2024

English (LSJ)

πεποιθήσεως, ἡ, trust, confidence, boldness, LXX 4 Ki.18.19, Phld.Lib. p.22 O., Ph.2.444, Ep.Eph.3.12, Philum.Ven.2.4; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.AJ1.3.1; ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πεποίθησις ib.10.1.4: in plural, Babr.43.19.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N.T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
confiance, assurance.
Étymologie: πέποιθα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεποίθησις -εως, ἡ vertrouwen.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθησις: εως ἡ тж. pl.
1 доверие, тж. уверенность Babr.;
2 упование NT.

English (Strong)

from the perfect of the alternate of πάσχω; reliance: confidence, trust.

English (Thayer)

πεποιθησεως, ἡ (πείθω, 2perfect πέποιθα), trust, confidence (R. V.), reliance: εἰς τινα, ἐν τίνι, Philo de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of Rome, 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. once for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.

Greek Monotonic

πεποίθησις: ἡ, πίστη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

η / πεποίθησις, -ήσεως, ΝΑ
τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την πραγματική υπόσταση ή την αλήθεια ενός πράγματος
2. καθετί που πιστεύει ή φρονεί κανείς, φρόνημα, ιδέα, αντίληψη, δοξασία (α. «πολιτικές πεποιθήσεις» β. «θρησκευτικές πεποιθήσεις»)
αρχ.
εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακμ. πέποιθα του πείθω + κατάλ. -σις].

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθησις: ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· ὡσαύτως πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.

Middle Liddell

πεποίθησις, εως,
trust, confidence, boldness, NTest.

Chinese

原文音譯:pepo⋯qhsij 胚拍帖西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:信服 相當於: (בָּטוּחַ‎ / בָּטַח‎)
字義溯源:信賴,信任,信,深信,篤信,決意,靠;源自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(6);林後(4);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 深信(2) 林後1:15; 林後3:4;
2) 靠(1) 腓3:4;
3) 篤信(1) 弗3:12;
4) 決意(1) 林後10:2;
5) 信任(1) 林後8:22

Mantoulidis Etymological

(=ἐμπιστοσύνη). Ἀπό τό πέποιθα τοῦ πείθω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.