περίλευκος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perilefkos
|Transliteration C=perilefkos
|Beta Code=peri/leukos
|Beta Code=peri/leukos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">edged with white</b>, <span class="bibl">Callix.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">περίλευκον</b> (sc. <b class="b3">ἱμάτιον</b>), τό, <b class="b2">garment edged with white</b>, <span class="bibl">Antiph.297</span>.</span>
|Definition=περίλευκον,<br><span class="bld">A</span> [[edged with white]], Callix.2.<br><span class="bld">2</span> [[περίλευκον]] (''[[sc.]]'' [[ἱμάτιον]]), τό, [[garment edged with white]], Antiph.297.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] rings umher od. am Rande weiß, mit einem weißen Saume, Antiphan. bei Poll. 7, 52, ἐν τῷ περιδρόμῳ λευκὸν ἐνυφασμένον.
}}
{{ls
|lstext='''περίλευκος''': -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. [[ἱμάτιον]]), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. [[περίνησος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[λευκός]], που έχει [[λευκό]] [[περιθώριο]], ἡ αυτός που [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[πάλλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίλευκος]]<br />[[είδος]] αχάτη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίλευκον</i><br />[[ιμάτιο]] με λευκή [[παρυφή]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίλευκος Medium diacritics: περίλευκος Low diacritics: περίλευκος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: períleukos Transliteration B: perileukos Transliteration C: perilefkos Beta Code: peri/leukos

English (LSJ)

περίλευκον,
A edged with white, Callix.2.
2 περίλευκον (sc. ἱμάτιον), τό, garment edged with white, Antiph.297.

German (Pape)

[Seite 582] rings umher od. am Rande weiß, mit einem weißen Saume, Antiphan. bei Poll. 7, 52, ἐν τῷ περιδρόμῳ λευκὸν ἐνυφασμένον.

Greek (Liddell-Scott)

περίλευκος: -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. ἱμάτιον), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. περίνησος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος
2. το αρσ. ως ουσ.περίλευκος
είδος αχάτη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον
ιμάτιο με λευκή παρυφή.