πετροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(10)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(35 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petrovolos
|Transliteration C=petrovolos
|Beta Code=petrobo/los
|Beta Code=petrobo/los
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">throwing stones</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">πετροβόλος, ὁ</b>, <b class="b2">engine for throwing stones</b>, <span class="bibl">Plb.5.4.6</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>41.19</span>, <span class="bibl">Ath.Mech.34.2</span>, etc.; distd. from <b class="b3">καταπέλτης</b>, <span class="bibl">Plb.8.7.2</span> (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους <span class="bibl">D.S.18.51</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.468.1): neut. <b class="b3">πετροβόλα</b> (sc. <b class="b3">ὄργανα</b>), opp. <b class="b3">δορυβόλα</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>9.10.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">sling</b>, v.l. in LXX 1 <span class="title">Ki.</span>14.14. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">λίθοι πετρόβολοι</b> <b class="b2">hurled as from a sling</b>, of hailstones, ib.<span class="title">Ez.</span>13.11, 13.</span>
|Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[throwing stones]], X.''HG''2.4.12.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πετροβόλος]], ὁ, [[engine for throwing stones]], Plb.5.4.6, [[LXX]] ''Jb.''41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distinguished from [[καταπέλτης]], Plb.8.7.2 (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.51, cf. ''IG''22.468.1): neut. [[πετροβόλα]] (''[[sc.]]'' [[ὄργανα]]), opp. [[δορυβόλα]], J.''AJ''9.10.3.<br><span class="bld">2</span> [[sling]], [[varia lectio|v.l.]] in [[LXX]] 1 ''Ki.''14.14.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">λίθοι πετρόβολοι</b> [[hurled as from a sling]], of hailstones, ib.''Ez.''13.11, 13.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] Steine werfend, schleudernd, Xen. Hell. 2, 4, 12; von den Ballisten, Pol. 5, 4, 6. 8, 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui lance des pierres]].<br />'''Étymologie:''' [[πέτρος]], [[βάλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πετροβόλος -ον &#91;[[πέτρα]], [[βάλλω]]] [[stenen slingerend]].
}}
{{elru
|elrutext='''πετροβόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[камнеметатель]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[петробол]], [[камнеметательное орудие]] Diod., Polyb.<br />камнеметательный ([[καταπέλτης]] [[ὀξυβελής]] τε Diod.).
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[πετροβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[πετροβόλος]], <i>τὰ πετροβόλα</i><br />[[μηχανή]] για την εκσφενδόνιση [[πετρών]] (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν [[ἦσαν]] οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», <b>Διόδ.</b><br />β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[σφεντόνα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λίθοι πετροβόλοι» — το [[χαλάζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> λιθο-[[βόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πετροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πετάει πέτρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[πετροβόλος]], <i></i>, η πολεμική [[μηχανή]] που εκτοξεύει πέτρες, Λατ. [[ballista]], σε Πολύβ. κ.λπ.
}}
{{ls
|lstext='''πετροβόλος''': -ον, ὁ ῥίπτων πέτρους, δηλ. λίθους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[πετροβόλος]], ὁ, μηχανὴ πολεμική, δι’ ἧς ἔρριπτον πέτρους, τὸ Λατ. ballista, Πολύβ. 5. 4, 6, κτλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ [[καταπέλτης]], ὁ αὐτ. 8. 9, 2· ἐν ᾧ ὁ Διόδ. 18. 51· μνημονεύει καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους· οὐδ. πετροβόλα (δηλ. ὄργανα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δορυβόλα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 10, 3.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πετρο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throwing stones]], [[Xen]].<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[πετροβόλος]], an [[engine]] for throwing stones, Lat. [[ballista]], Polyb., etc.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβόλος Medium diacritics: πετροβόλος Low diacritics: πετροβόλος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: petrobólos Transliteration B: petrobolos Transliteration C: petrovolos Beta Code: petrobo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,
A throwing stones, X.HG2.4.12.
II Subst. πετροβόλος, ὁ, engine for throwing stones, Plb.5.4.6, LXX Jb.41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distinguished from καταπέλτης, Plb.8.7.2 (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους D.S.18.51, cf. IG22.468.1): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, J.AJ9.10.3.
2 sling, v.l. in LXX 1 Ki.14.14.
III λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib.Ez.13.11, 13.

German (Pape)

[Seite 606] Steine werfend, schleudernd, Xen. Hell. 2, 4, 12; von den Ballisten, Pol. 5, 4, 6. 8, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: πέτρος, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετροβόλος -ον [πέτρα, βάλλω] stenen slingerend.

Russian (Dvoretsky)

πετροβόλος: II
1 камнеметатель Xen.;
2 петробол, камнеметательное орудие Diod., Polyb.
камнеметательный (καταπέλτης ὀξυβελής τε Diod.).

Greek Monolingual

-ο / πετροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.)
αρχ.
1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα
μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν ἦσαν οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», Διόδ.
β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. η σφεντόνα
3. φρ. «λίθοι πετροβόλοι» — το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.

Greek Monotonic

πετροβόλος: -ον (βάλλω
I. αυτός που πετάει πέτρες, σε Ξεν.
II. ως ουσ., πετροβόλος, , η πολεμική μηχανή που εκτοξεύει πέτρες, Λατ. ballista, σε Πολύβ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πέτρους, δηλ. λίθους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροβόλος, ὁ, μηχανὴ πολεμική, δι’ ἧς ἔρριπτον πέτρους, τὸ Λατ. ballista, Πολύβ. 5. 4, 6, κτλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ καταπέλτης, ὁ αὐτ. 8. 9, 2· ἐν ᾧ ὁ Διόδ. 18. 51· μνημονεύει καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους· οὐδ. πετροβόλα (δηλ. ὄργανα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δορυβόλα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 10, 3.

Middle Liddell

πετρο-βόλος, ον, βάλλω
I. throwing stones, Xen.
II. as substantive, πετροβόλος, an engine for throwing stones, Lat. ballista, Polyb., etc.