πήχυιος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pichyios
|Transliteration C=pichyios
|Beta Code=ph/xuios
|Beta Code=ph/xuios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πηχυαῖος]], [[βόθρος]] <span class="bibl">A.R.3.1207</span> ; <b class="b3">π. χρόνος</b> '<b class="b2">but a span</b>', <span class="bibl">Mimn.2.3</span> ; <b class="b3">ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα</b> projecting <b class="b2">for the space of a cubit</b>, <span class="bibl">A.R.1.379</span> (wrongly expld. as = [[τροπωτήρ]] by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>671.8</span>).</span>
|Definition=α, ον, = [[πηχυαῖος]], [[βόθρος]] A.R.3.1207; <b class="b3">π. χρόνος</b> '[[but a span]]', Mimn.2.3; <b class="b3">ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα</b> projecting [[for the space of a cubit]], A.R.1.379 (wrongly expld. as = [[τροπωτήρ]] by ''EM''671.8).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] auch πήχυος, = Vorigem; [[πήχυιος]] [[χρόνος]], von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
}}
{{ls
|lstext='''πήχυιος''': -α, -ον, = [[πηχυαῖος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. [[χρόνος]] (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = [[τροπωτήρ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-υία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πηχυαίος]], με [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ («[[πήχυιος]] [[βόθρος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για χρόνο) [[λίγος]], [[μικρός]] («[[πήχυιος]] [[χρόνος]]» — [[ελάχιστος]] [[χρόνος]], Μίμν.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>πήχυιον</i><br />σε [[απόσταση]] ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — [[κουπιά]] που εξέχουν σε [[απόσταση]] ενός [[πήχη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήχυιος Medium diacritics: πήχυιος Low diacritics: πήχυιος Capitals: ΠΗΧΥΙΟΣ
Transliteration A: pḗchyios Transliteration B: pēchuios Transliteration C: pichyios Beta Code: ph/xuios

English (LSJ)

α, ον, = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207; π. χρόνος 'but a span', Mimn.2.3; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).

German (Pape)

[Seite 612] auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.

Greek (Liddell-Scott)

πήχυιος: -α, -ον, = πηχυαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. χρόνος (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = τροπωτήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.

Greek Monolingual

-υία, -ον, Α
1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρόςπήχυιος χρόνος» — ελάχιστος χρόνος, Μίμν.)
3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον
σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — κουπιά που εξέχουν σε απόσταση ενός πήχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -ιος].