ἀλέπιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alepistos
|Transliteration C=alepistos
|Beta Code=a)le/pistos
|Beta Code=a)le/pistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not scaled, unscaled</b>, <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>45.8B.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">unpeeled</b>, καρπός <span class="title">Gp.</span>10.11.1; of flax, <b class="b2">not scutched</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 737</span>.</span>
|Definition=ἀλέπιστον,<br><span class="bld">A</span> [[not scaled]], [[unscaled]], Archestr.''Fr.''45.8B.<br><span class="bld">II</span> [[unpeeled]], καρπός ''Gp.''10.11.1; of flax, [[not scutched]], Sch.Ar.''Lys.'' 737.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num"></b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀλέπιστος''': -ον, [[ἄνευ]] λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.
|lstext='''ἀλέπιστος''': -ον, [[ἄνευ]] λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num"></b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀλέπιστος]], -ον) [[λεπίζω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει λέπια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια<br /><b>2.</b> αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η [[φλούδα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[λινοκαλάμη]]) [[αλανάριστος]], [[ακαθάριστος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέπιστος Medium diacritics: ἀλέπιστος Low diacritics: αλέπιστος Capitals: ΑΛΕΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: alépistos Transliteration B: alepistos Transliteration C: alepistos Beta Code: a)le/pistos

English (LSJ)

ἀλέπιστον,
A not scaled, unscaled, Archestr.Fr.45.8B.
II unpeeled, καρπός Gp.10.11.1; of flax, not scutched, Sch.Ar.Lys. 737.

Spanish (DGE)

-ον
1 no descamado (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
2 no descascarillado καρπός Gp.10.11.1
del lino no majado o agramado Sch.Ar.Lys.737.

German (Pape)

[Seite 93] 1) dasselbe, Archestr. bei Ath. VII, 311 b. – 2) ungeschält, Geopon.; vgl. Schol. Ar. Lys. 737.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέπιστος: -ον, ἄνευ λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.