πολισσόος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polissoos
|Transliteration C=polissoos
|Beta Code=polisso/os
|Beta Code=polisso/os
|Definition=ον, (σῴζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">guarding a city</b> or <b class="b2">cities</b>, h.Mart.2.</span>
|Definition=πολισσόον, ([[σῴζω]]) [[guarding a city]] or [[cities]], h.Mart.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0656.png Seite 656]] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui sauve la cité]].<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[σῴζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολισσόος:''' [[охраняющий города]] ([[Ἄρης]] HH).
}}
{{ls
|lstext='''πολισσόος''': -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει [[πόλη]] ή πόλεις, [[προστάτης]] πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], επ. τ. του επιθ. [[σῶος]] «[[ασφαλής]], [[υγιής]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νηο</i>-(<i>σ</i>)[[σόος]], <i>ξενο</i>-<i>σσόος</i>. Τα συνθ. [[αυτού]] του τύπου έχουν δεχθεί την [[επίδραση]] τών συνθ. σε -[[σόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σευομαι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολισ-[[σόος]], ον, [[σώζω]]<br />[[guarding]] cities, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσόος Medium diacritics: πολισσόος Low diacritics: πολισσόος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΟΣ
Transliteration A: polissóos Transliteration B: polissoos Transliteration C: polissoos Beta Code: polisso/os

English (LSJ)

πολισσόον, (σῴζω) guarding a city or cities, h.Mart.2.

German (Pape)

[Seite 656] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve la cité.
Étymologie: πόλις, σῴζω.

Russian (Dvoretsky)

πολισσόος: охраняющий города (Ἄρης HH).

Greek (Liddell-Scott)

πολισσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. του επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού του τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].

Greek Monotonic

πολισσόος: -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολισ-σόος, ον, σώζω
guarding cities, Hhymn.