πολιτοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(10)
 
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῑτοφύλαξ
|Full diacritics=πολῑτοφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=πολιτοφύλαξ
|Medium diacritics=πολιτοφύλαξ
|Low diacritics=πολιτοφύλαξ
|Low diacritics=πολιτοφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=politofylaks
|Transliteration C=politofylaks
|Beta Code=politofu/lac
|Beta Code=politofu/lac
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">warden of the citizens</b>, title of a magistrate, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1268a22</span>; at Larissa, ib.<span class="bibl">1305b29</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[warden of the citizens]], title of a magistrate, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1268a22; at Larissa, ib.1305b29.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0657.png Seite 657]] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />« gardien <i>ou</i> protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]], [[φύλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ &#91;[[πολίτης]], [[φύλαξ]]] [[stadswacht]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολῑτοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ [[хранитель граждан]] (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.
}}
{{ls
|lstext='''πολῑτοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, [[φύλαξις]] τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολιτοφύλακας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῑτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· <i>οἱ πολιτοφύλακες</i>, στη [[Λάρισα]], οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῑτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />one who watches citizens; οἱ π., in [[Larissa]], the [[chief]] magistrates, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: πολιτοφύλαξ Low diacritics: πολιτοφύλαξ Capitals: ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: politophýlax Transliteration B: politophylax Transliteration C: politofylaks Beta Code: politofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.

German (Pape)

[Seite 657] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
« gardien ou protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.
Étymologie: πολίτης, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ [πολίτης, φύλαξ] stadswacht.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель граждан (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, φύλαξις τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βλ. πολιτοφύλακας.

Greek Monotonic

πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· οἱ πολιτοφύλακες, στη Λάρισα, οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολῑτο-φῠ́λαξ, ακος,
one who watches citizens; οἱ π., in Larissa, the chief magistrates, Arist.