δάσυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(big3_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dasyma
|Transliteration C=dasyma
|Beta Code=da/suma
|Beta Code=da/suma
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τράχωμα]]., Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.45</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[τράχωμα]]., Sever. ap. Aët.7.45.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131.
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
|mltxt=[[δάσυμα]], το (Α)<br />το [[τράχωμα]] των ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] ([[πρβλ]]. [[γλώσσημα]]-[[γλώσσα]], [[γαμήλευμα]]-[[γαμήλιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσῡμα Medium diacritics: δάσυμα Low diacritics: δάσυμα Capitals: ΔΑΣΥΜΑ
Transliteration A: dásyma Transliteration B: dasyma Transliteration C: dasyma Beta Code: da/suma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].