ἀκατακράτητος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatakratitos
|Transliteration C=akatakratitos
|Beta Code=a)katakra/thtos
|Beta Code=a)katakra/thtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἀάσχετος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>1.31</span>.</span>
|Definition=ἀκατακράτητον, ''Glossaria'' on [[ἀάσχετος]], ''EM''1.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[irresistible]], <i>EM</i>α 4<br /><b class="num"></b>subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.<i>Op</i>.151.22.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατακράτητος''': ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
|lstext='''ἀκατακράτητος''': ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br />[[irresistible]], <i>EM</i>α 4<br /><b class="num"></b>subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.<i>Op</i>.151.22.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατακράτητος]], -ον) [[κατακρατῶ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασυγκράτητος]], ο [[ανυπότακτος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατακράτητος Medium diacritics: ἀκατακράτητος Low diacritics: ακατακράτητος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akatakrátētos Transliteration B: akatakratētos Transliteration C: akatakratitos Beta Code: a)katakra/thtos

English (LSJ)

ἀκατακράτητον, Glossaria on ἀάσχετος, EM1.31.

Spanish (DGE)

-ον
irresistible, EMα 4
subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) κατακρατῶ
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.