ἀσυμπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(big3_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asymplirotos | |Transliteration C=asymplirotos | ||
|Beta Code=a)sumplh/rwtos | |Beta Code=a)sumplh/rwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσυμπλήρωτον, [[not filled up]], Dsc.1.70. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀσυμπλήρωτος''': -ον, μὴ [[πλήρης]], μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89. | |lstext='''ἀσυμπλήρωτος''': -ον, μὴ [[πλήρης]], μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυμπλήρωτον, not filled up, Dsc.1.70.
Spanish (DGE)
-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
German (Pape)
[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.